- ἀποφράξεως
- ἀποφράξεω̆ς , ἀπόφραξιςblocking upfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… … Dictionary of Greek
κοπρανώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με κόπρανα ή που περιέχει κόπρανα 2. φρ. «κοπρανώδεις έμετοι» οι έμετοι που επέρχονται κατά τα τελικά στάδια τής εντερικής αποφράξεως και οι οποίοι έχουν οσμή κοπράνων, επειδή αποτελούν αναγωγή κοπρανώδους περιεχομένου.… … Dictionary of Greek
σμηγματογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που εκκρίνει σμήγμα («σμηγματογόνοι αδένες» [ανατ.] ολοκρινείς αδένες τού χορίου τού δέρματος, που απαντούν σε όλη την επιφάνειά του, εκτός τής παλάμης και τού πέλματος, και που εκκρίνουν στους θυλάκους τών τριχών το … Dictionary of Greek
υδρόμητρα — η, Ν ιατρ. η συλλογή διαυγούς εκκρίματος στην κοιλότητα τής μήτρας, λόγω αποφράξεως τού τραχήλου της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometra (< υδρ[ο] * + μήτρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
χολοκυστογαστροστομία — η, Ν ιατρ. αναστόμωση τής χοληδόχου κύστεως με τον στόμαχο, για παράκαμψη αποφράξεως τού χοληδόχου πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholecystogastrostomie < χολή + κύστη + γαστήρ + στομία (< στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek